- συγχαλκεύω
- ΜΑ(κυρίως το παθ.) συγχαλκεύομαισυγκολλούμαι με σφυρηλασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χαλκεύω «κατεργάζομαι τον χαλκό, σφυρηλατώ» (< χαλκός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγχαλκευθείς — συγχαλκεύω weld together aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)